ποτανός

ποτανός
ποτᾱνός, ά, όν,
A winged, flying, ἐν ποτανοῖς among fowls, Pi.N.3.80;

π. οἰωνοί E.Hel.1478

(lyr.);

πέδιλα Id.El.460

(lyr.);

π. εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Id.Supp.620

(lyr.), cf. 1142 (lyr.): prov. of vain pursuits,

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν A.Ag.394

(lyr.): metaph., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, i.e. soaring in the arts of the Muses, Pi.P.5.114; ποτανᾷ μαχανᾷ by soaring art, i.e. by poesy, Id.N.7.22;

ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ Id.P. 8.34

; ποταναὶ (v.l. ποτ' αἰναὶ)

τευθίδες Epich.61

.—[dialect] Dor. for [full] ποτηνός, which occurs only in Poet. ap. Pl.Phdr.252b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποτανός — ά, όν, και ποτηνός, ή, όν, Α 1. αυτός που πετάει, ο φτερωτός (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», Ευρ. β. «ποτανὰ πέδιλα», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτανά τα πτηνά («αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῑς», Πίνδ.) 3. φρ. α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» αυτός που επιχειρεί …   Dictionary of Greek

  • ποτανός — ποτᾱνός , ποτανός winged masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανόν — ποτᾱνόν , ποτανός winged masc acc sg ποτᾱνόν , ποτανός winged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταινός — ή, όν Α εσφ. γρφ. τού ποτανός* …   Dictionary of Greek

  • ποτηνός — ή, όν, Α βλ. ποτανός …   Dictionary of Greek

  • ποταναῖς — ποτᾱναῖς , ποτανός winged fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταναί — ποτᾱναί , ποτανός winged fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανοῖς — ποτᾱνοῖς , ποτανός winged masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανοῖσι — ποτᾱνοῖσι , ποτανός winged masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανοί — ποτᾱνοί , ποτανός winged masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτανοῦ — ποτᾱνοῦ , ποτανός winged masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”